- παραζώννυσθαι
- παραζώννυμιhang at the girdlepres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραζώννυμι — και παραζωννύω Α 1. κρεμώ κάτι από τη ζώνη, ζώνω κάτι στη μέση («ξίφος παραζώννυσθαι», Δίον. Αλ.) 2. (για νέφη) καλύπτω («ὅταν τὰ νέφη πρὸς τὴν θάλασσαν αὐτὰ [τὰ ὄρη] παραζωννύῃ», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek